- καινός
- -ή, -ό (AM καινός, -ή, -όν)αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.)2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη)το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής χριστιανικής θρησκείας τα οποία γράφηκαν μετά τη γέννηση τού Χριστούαρχ.1. πρωτόγνωρος, πρωτάκουστος, παράδοξος («ἓτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσάγων», Πλάτ.)2. (το ουδ. ως κύριο όν. στην Αθήνα) τὸ Καινόντμήμα τού δικαστηρίου3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινόναπρόοπτο, απροσδόκητο4. (για δράματα) αυτό που παριστάνεται για πρώτη φορά5. (επιγρ. και πάπ.) καινουργιοφτειαγμένος, πρόσφατα κατασκευασμένος6. φρ. (στον Πλούτ.) α) «καινὸς ἄνθρωπος» — άνθρωπος που, αν και προέρχεται από ασήμαντη οικογένεια, έγινε επιφανής, ευγενήςβ) «καινά πράγματα» — οι καινοτομίες στην πολιτεία.επίρρ...καινῶς (AM)με νέο ύφος, με ασυνήθιστες εκφράσειςαρχ.1. εκ νέου2. επιγρ. απροσδόκητα, ανέλπιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καινός θα πρέπει να προέκυψε από μεταπλασμό σε θεματικό ενός παλαιότερου αθέματου τ. σε -ν, ο οποίος συνδέεται με το αβεστ. kaini(n) «κορίτσι» και τα αρχ. ινδ. kaniyam «κοριτσιών» (απ' όπου προέκυψε επίσης με μεταπλασμό το αρχ. ινδ. kanyā «νέα κοπέλλα» και kanina «νέος»). Πιθανή είναι επίσης η σύνδεσή του με το λατ. re-cen-s «πρόσφατος». Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ken- «εμφανίζομαι για πρώτη φορά». Από τη σημ. αυτή προέκυψαν στην Ελληνική οι «νέος, πρόσφατος».ΠΑΡ. αρχ. καινίζω, καινότης, καινώ (-έω), καινώ (-όω).ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) καινοπρεπής, καινοτομία, καινοτόμος, καινοτομώ, καινοφωνίααρχ.καινογραφής, καινογράφος, καινόγραφος, καινόδοξος, καινοδοξώ, καινοειδής, καινόκουφον, καινόλεκτος, καινολογία, καινολόγος, καινολογώ, καινοπαθής, καινοπαθώ, καινοπηγής, καινοπήμων, καινοποίησις, καινοποιητής, καινοποιία, καινοποιός, καινοποιώ, καινοπραγία, καινόσοφος, καινόσπουδος, καινότατος, καινοτοκώ, καινοτόμημα, καινοφαής, καινόφιλος, καινοχωρισμόςαρχ.-μσν.καινοσχήμων, καινότροποςμσν.καινεργάτης, καινογραφώ, καινολεκτώ, καινόπιστος, καινοπράγημα, καινοπραγώ, καινοπραξία, καινοπρέπεια, καινόρραφος, καινοσχημάτιστος, καινοτροπία, καινοφραδής, καινόφωνος, καινοφωνώμσν.- νεοελλ.καινοφανήςνεοελλ.καινοθήρας, καινοθηρία, καινοθηρώ. (Β' συνθετικό) αρχ. αντίκαινος, ισόκαινος, φιλόκαινοςνεοελλ.μειόκαινος, ολόκαινος, πλειόκαινος, πλειστόκαινος].
Dictionary of Greek. 2013.